Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Η βιογραφία του Κ. Μήτση: Από την κουρελού στην καταξίωση, Ο αγώνας για την επιβίωση, Εργοδότης, ετών 17

Χριστούγεννα του 2014 ο Κώστας Μήτσης βρίσκεται στα Γιάννενα, σε ένα από τα πολυτελή ξενοδοχεία που δημιούργησε ο ίδιος από το μηδέν. Κλείνεται μόνος στο γραφείο του και ζητά να μην τον ενοχλήσει κανείς.
Στα χέρια του κρατά ένα μαγνητόφωνο και ξεκινά με τη βαθιά και σχεδόν θεατρική φωνή του να ηχογραφεί τα απομνημονεύματα από την επιτυχημένη, αλλά και πολυτάραχη ζωή του.
Τα ονομάζει “Κουρελού”, κι αυτό γιατί όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 πήγε από το Κρυονέρι Πωγωνίου στην Αθήνα, πάμφτωχο παιδί, έμενε για έξι ολόκληρα χρόνια σε ένα μικρό σπίτι στο...
Ρουφ. Η τουαλέτα ήταν τούρκικη. Κοινή για 30 άτομα και αντί για πόρτα κρεμόταν μιά κουρελού. “Και η κουρελού είναι αυτό που με συνοδεύει πάντα και τη βλέπω πάντα μπροστά μου και αναλογίζομαι όλη μου τη ζωή, όλη τη διαδρομή, όλο το πέρασμα που σιγά-σιγά έφτασαν τα πράγματα σήμερα να είναι έτσι όπως είναι”, λέει ο λαμπρός επιχειρηματίας, ο οποίος κατάφερε να χτίσει μία αυτοκρατορία, πετυχαίνοντας τα πάντα στους τομείς της κλωστοϋφαντουργίας, της οινοποιίας, του τουρισμού και των εκδόσεων.
[Η “Βραδυνή”, η εφημερίδα που ο Κώστας Μήτσης επανεξέδωσε το 1997, έχει στη διάθεσή της και θα δημοσιεύσει τα κυριότερα αποσπάσματα από τα ηχητικά αυτά ντοκουμέντα. “Είμαι 77 ετών, βρίσκομαι στα Γιάννενα, είναι Χριστούγεννα του 2014 και από εδώ που ξεκίνησα τη ζωή μου, ένα χωριό έξω από τα Γιάννενα που λέγεται Κρυονέρι, από εδώ αρχίζω να γράφω τη βιογραφία μου. Η βιογραφία μου θα έχει πάρα πολλά πράγματα. Πολλά λυπητερά, πολλά χαρούμενα, πολλά προβληματικά, πάρα πολλές στιγμές μεγαλοσύνης, πάρα πολλές στιγμές δύναμης και αξιοπρέπειας αλλά το πιο σπουδαίο πράγμα που θα έχει είναι η δημιουργικότητα. Δημιουργικότητα προς όλες τις κατευθύνσεις. Επαγγελματικές, προσωπικές, φιλικές, πολιτικές, όλες μου οι φιλοδοξίες ανακατεμένες μέσα σε αυτή τη ζωή των 60 περίπου ετών, που είναι το κέντρο της ζωής μου]
Στη συνέχεια, αφού αφηγείται τα δεινά της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφύλιου Πολέμου, όπως και τις κακουχίες στο μαρτυρικό χωριό του, αναφέρει ότι ο πατέρας του έφυγε κυνηγημένος για την Αθήνα, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του και το μικρό παιδί του. “Μείναμε μόνοι μας, τα καταφέρναμε, τότε δεν είχαμε απαιτήσεις από τη ζωή. Η ζωή μας ήταν πάρα πολύ ταπεινή, πάρα πολύ προσιτή και πάρα πολύ προσαρμοσμένη στην εποχή εκείνη και στην εποχή γενικά του πολέμου και του εμφυλίου πολέμου”, περιγράφει ο Κώστας Μήτσης.
Το φαγητό το παρήγαγαν μόνοι τους, το μπάνιο το έκαναν στη σκάφη, στο μοναδικό εξατάξιο δημοτικό φοιτούσαν 80 μαθητές με έναν μόνο δάσκαλο, ενώ, επειδή δεν υπήρχαν δρόμοι στο χωριό, έκαναν αποστάσεις 15 και 20 χιλιομέτρων με τα πόδια ή με γαϊδούρια. Και όλα αυτά σε μία περίοδο που γίνονταν καθημερινά φονικές μάχες μεταξύ στρατιωτών και ανταρτών.
Τι σημαίνει ηλεκτρικό ρεύμα το έμαθε όταν σε ηλικία περίπου 8 ετών βρέθηκε με τη μητέρα του στα Γιάννενα, με σκοπό να έρθουν στην Αθήνα για να βρουν τον πατέρα. “Για πρώτη φορά στα Γιάννενα είδα ότι υπάρχει ηλεκτρικό, ότι υπάρχει ρεύμα, ότι μπορείς να πατάς ένα κουμπάκι και να ανάβει ένα φως. Δεν το είχα ξαναδεί ποτέ. Το φως στο χωριό μου ήταν είτε από τη φλόγα των ξύλων του τζακιού, είτε από μία λάμπα πετρελαίου που τη λέγαμε τότε γκάζι. “Βάλε γκάζι στη λάμπα”, έτσι έλεγε η μάνα μου στον πατέρα μου ή αντιθέτως. Δεν είχαμε άλλο φως, με αυτό περνούσαμε τα βράδια. Άλλωστε, τα βράδια, μόλις σκοτείνιαζε, ετοιμαζόμαστε να κοιμηθούμε. Η νύχτα ήταν κομμάτι του ύπνου, δεν ήταν κομμάτι ζωής, δημιουργίας και δουλειάς. Καθώς επίσης και το πρωί ξυπνούσαμε μόλις ακριβώς φώτιζε, μόλις ακριβώς άρχιζε να ροδίζει ο ουρανός και περιμέναμε σε λίγο τον ήλιο, όταν είχε ήλιο, γιατί στην περιοχή μας έξι μήνες το χρόνο βρέχει ή χιονίζει”.
Φτάνοντας στα Γιάννενα, το παιδί που αργότερα κατάφερε να φτιάξει μία πλειάδα από πολυτελέστατα ξενοδοχεία, με εκατοντάδες δωμάτια, άνετα κρεβάτια και αναπαυτικά στρώματα, κοιμόταν επί μία εβδομάδα στο πάτωμα μαζί με τη μητέρα του, κάτω από το κρεβάτι ενός ηλικιωμένου, στο λεγόμενο Χάνι του Κουτσολάμπρου. Ο Κώστας Μήτσης αναφέρει χαρακτηριστικά: “Το δωμάτιο ήταν γεμάτο. Είχε άλλους έξι ανθρώπους και πήγαμε και εμείς και γίναμε οκτώ. Δεν υπήρχε χώρος να κοιμηθούμε. Και επειδή δεν μπορούσαμε και δεν μας αφήνανε να κοιμηθούμε έξω στο διάδρομο, ο μπάρμπα-Φώτος, έτσι τον λέγανε, μας έβαλε και κοιμηθήκαμε κάτω από το κρεβάτι του. Έξω από το κρεβάτι του φαίνονταν μόνο τα κεφάλια μας, το σώμα μας, ευτυχώς ήταν λίγο ψηλό το κρεβάτι του, και μας χώραγε από κάτω. Όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο με οκτώ ανθρώπους, σ’ ένα χώρο όπου σήμερα δεν θα μπορούσαν να μείνουν πάνω από 2-3 άτομα”.
Στην Αθήνα ταξίδεψαν με ένα λεωφορείο με σπασμένα τζάμια και αφού προηγουμένως η μητέρα του είχε πουλήσει λίγα αυγά για να προμηθευτούν τα εισιτήρια. Η ταχύτητα ήταν 20 με 25 χ.λμ., αναφέρει ο Κώστας Μήτσης, σημειώνοντας ότι χρειάστηκαν 11 ημέρες για να φτάσουν στον προορισμό τους. Όπως λέει, “πρώτον το λεωφορείο ήταν παλιό και πήγαινε πολύ αργά, δεύτερον τη νύχτα σταματούσαμε διότι στο δρόμο γίνονταν συνεχώς μάχες ειδικά μέχρι το Ρίο – Αντίρριο και τρίτον έπρεπε να ‘ναι μέρα, να περάσουν οι ναρκαλιευτικές ομάδες του στρατού να ελέγξουν το δρόμο για νάρκες”. Πολλά οχήματα είχαν τιναχθεί στον αέρα από τις νάρκες και είδαν πολλά τέτοια συμβάντα στη διαδρομή. “Εμείς σταθήκαμε τυχεροί και φτάσαμε στην Αθήνα μετά από 11 ημέρες, σώοι, έστω πεινασμένοι και βρώμικοι”, εξιστορεί ο Κώστας Μήτσης.
Φτάνοντας στην Αθήνα ήταν Χριστούγεννα του 1948, όταν ο πατέρας του τους πήγε στο οίκημα στο Ρουφ. “Θυμάμαι σαν τώρα, το σπίτι ήταν στη οδό Πηνειού 18, ένα σπίτι με έξι δωμάτια, με μια μεγάλη αυλή, από τη μία μεριά ήταν τα δωμάτια από την άλλη η αυλή, μες τη μέση της αυλής υπήρχε ένας βόθρος, που μύριζε πάρα πολύ γιατί όλοι οι ένοικοι, που ήταν περίπου 25 με 30 άνθρωποι, είχαν μία κοινή τουαλέτα”. Η τουαλέτα βρισκόταν στην τελευταία γωνία της αυλής και υπήρχαν στιγμές που έπρεπε να περιμένουν ουρά για να μπουν. “Η τουαλέτα δεν είχε πόρτα. Είχανε κρεμάσει μια κουρελού για να μην φαίνονται αυτοί που ήταν μέσα. Βεβαίως ήταν τούρκικη και όποιος πήγαινε έπαιρνε μαζί και το νερό του για το ρίξει όταν θα έφευγε. Για να δούμε αν έχει άνθρωπο μέσα η τουαλέτα, πηγαίναμε απ΄ έξω και χτυπούσαμε το ξύλο της κάσας και αν δεν μίλαγε κανένας, τότε μπαίναμε. Αν μίλαγε, έλεγε “άλλος, άλλος” και φεύγαμε και περιμέναμε. Η πόρτα της τουαλέτας ήταν μια χρωματιστή κουρελού. Τη θυμάμαι σαν τώρα. Και η κουρελού είναι αυτό που με συνοδεύει πάντα και τη βλέπω πάντα μπροστά μου και την αναλογίζομαι όλη μου τη ζωή, όλη τη διαδρομή, όλο το πέρασμα που σιγά-σιγά έφτασαν τα πράγματα σήμερα να είναι έτσι όπως είναι, να είμαστε πολιτισμένοι, να έχουμε του Θεού τα καλά όλα και αυτοί που δεν τα έχουν νομίζω ότι πρέπει να προσπαθήσουν. Δεν υπάρχει περίπτωση να προσπαθήσει κανείς και να μην τα έχει. Μπορεί να μην έχει του Θεού τα καλά όλα, αλλά μπορεί να έχει τουλάχιστον αυτά που είναι απαραίτητα στη ζωή του. Η κουρελού ήταν λοιπόν το ενδεικτικό κομμάτι που έζησα μέσα σε αυτή την αυλή έξι ολόκληρα χρόνια και η μυρωδιά του βόθρου ήταν αυτή πάλι που επί έξι χρόνια κλείναμε τα παράθυρα για να μην μπαίνει μέσα στο δωμάτιό μας”.
Ο Κώστας Μήτσης είναι από τους ανθρώπους που πάλεψαν πάρα πολύ στη ζωή τους. Ποτέ δεν ξέχασε την καταγωγή του, τη φτώχεια και τα δεινά που πέρασε, γι’ αυτό και η πορεία του, εκτός από επιτυχίες, ήταν γεμάτη με καλοσύνη και μεγαλοψυχία. Πίστευε απόλυτα στην ευθύνη του κάθε ανθρώπου για τη ζωή του, ήταν πολύ αυστηρός αλλά και απαιτητικός με τον εαυτό του. Έβαζε υψηλούς στόχους, κυνηγούσε το όνειρο. Ο δρόμος του για την επιτυχία έμοιαζε με τη διαδρομή για την Ιθάκη. Ήταν γεμάτος δυσκολίες, αντιξοότητες, περιπέτειες και απρόοπτα. Παρ’ όλα αυτά, η Ιθάκη δεν τον πρόδωσε. Η διαδρομή του τον ωρίμασε, τον έκανε να καταλάβει το νόημα της ζωής, έγινε σοφότερος, ενώ τα λόγια και οι προτροπές του για αγώνα και προσπάθεια, δίνουν ελπίδα και κουράγιο στις δύσκολες πάλι εποχές που περνά η χώρα μας.

Ο αγώνας για την επιβίωση
Συγκινητικό μυθιστόρημα του Κάρολου Ντίκενς θυμίζει η ζωή του Κώστα Μήτση, όπως ξεδιπλώνεται μέσα από τις προσωπικές περιγραφές του. Κρατώντας το μαγνητόφωνο στα χέρια, ο λαμπρός επιχειρηματίας συνεχίζει να αφηγείται την αυτοβιογραφία του από το γραφείο του, στο πολυτελές ξενοδοχείο του στα Γιάννενα. Τέλη της δεκαετίας του ’40, φτάνοντας περιπετειωδώς στην Αθήνα, από το χωριό του, το Κρυονέρι Πωγωνίου, κι ενώ ο εμφύλιος πόλεμος μαίνονταν, κατοικούσε μαζί με τους γονείς του στο μικρό οίκημα στο Ρουφ.
Με την κοινή για 30 άτομα τούρκικη τουαλέτα, την κουρελού αντί για πόρτα και την απαίσια μυρωδιά του βόθρου να κατακλύζει το δωμάτιό του. Πώς το παιδί αυτό κατάφερε, παρά τη φτώχεια και τις κακουχίες, να γίνει ένας μεγιστάνας, το αναφέρει στη συνέχεια. Εργαζόταν νυχθημερόν από ηλικία μόλις δέκα ετών, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει τις σπουδές του.
Αρχικά, δούλευε σε μία ταβέρνα, όπου με τη σημερινή ορολογία έκανε τον ταμπλίστα. “Με είχε βάλει το αφεντικό και έκοβα τους λογαριασμούς στους σερβιτόρους. Καθώς επίσης έβαζα δίσκους, γιατί τότε η μουσική ήταν με πικάπ, που κάθε πλάκα, κάθε δίσκος κρατούσε τρία λεπτά. Τέλειωνε, άλλαζες, έβαζες άλλο. Και τρίτη δουλειά που έκανα ήταν να βάζω τις μπύρες στον πάγκο των σερβιτόρων. Η αποστολή ήταν σοβαρή, η δουλειά ήταν πολλή, όμως εγώ την έβγαζα πέρα κι ας ήμουν 10 χρονών. Θυμάμαι, ερχόταν το αφεντικό ο Θανάσης ο Τσάπαλος, κάθε μισή ώρα, κάθε μία ώρα και μου έλεγε “μπράβο, μπράβο, μπράβο, μια χαρά, μια χαρά, πρόσεξε το καπέλο, πρόσεξε το καπέλο!”. Τι εννοούσε καπέλο; Η μπύρα που έβαζα στα ποτήρια να έχει πολύ αφρό. Αυτό ήταν το καπέλο. Και η μπύρα από το βαρέλι, αντί να βγαίνουν 40 ποτήρια, να θέλει να τα βγάλω 50. Εγώ το πέρναγα καμιά φορά και τα έβγαζα 55 και ερχόταν πάντα και μου έλεγε μπράβο, αλλά ποτέ δεν μου έδινε παραπάνω από τις 3 δραχμές που έπαιρνα κάθε βράδυ”. Ο Κώστας Μήτσης εργάστηκε στην ταβέρνα για δύο καλοκαίρια, ενώ το χειμώνα δούλευε στη δημοτική λαχαναγορά, στο Γκάζι, αποκομίζοντας ένα επίσης πενιχρό εισόδημα.
Με περηφάνια, θυμάται ότι έδωσε εξετάσεις και πέτυχε στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων στην Πλάκα, που την εποχή εκείνη ήταν πρότυπο. “Ήταν το καλύτερο γυμνάσιο της Αθήνας. Μας συναγωνιζόταν μόνο το Βαρβάκειο. Αυτό και εμείς ήμασταν οι πρώτοι. Αυτό κι εμείς ακουγόταν πάντα ότι διεκδικούσαμε πολλά πράγματα στη μαθητική μας ζωή. Ήμουν πολύ ευτυχισμένος που πήγαινα σε ένα τόσο καλό σχολείο”.
Η φτώχεια και η καταγωγή του από την επαρχία ήταν μία παραφωνία, όπως χαρακτηριστικά λέει, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των συμμαθητών του ήταν γόνοι αστικών, καλών και εύπορων οικογενειών. “Πολλά παιδιά με κοροϊδεύανε και με λέγανε έτσι λίγο χωριάτη και απολίτιστο. Πολλά παιδιά όμως καταλαβαίνανε και με συμπαθούσανε. Θυμάμαι σαν τώρα, τον Μιχαλακέα τον Κώστα, ένα συμμαθητή μου, ο οποίος ερχόταν πάντα και μου έκανε παρέα και μου έφτιαχνε το ηθικό. Θυμάμαι επίσης τον γυμνασιάρχη μου, τον κύριο Μπομπό, τον υποδιευθυντή του σχολείου τον κύριο Βριχέα, που έρχονταν πάντα αυτοί οι δύο και με στηρίζανε. Δεν θυμάμαι άλλους καθηγητές να έρχονται, έτσι να μου φτιάχνουν λίγο το ηθικό. Εγώ όμως πάλευα για να τους βγάλω ασπροπρόσωπους, διαβάζοντας στα διαλείμματα, διαβάζοντας το βράδυ πριν κοιμηθώ, διαβάζοντας στη διαδρομή που έπαιρνα από το Ρουφ το λεωφορείο”.
Έτσι, ο Κώστας Μήτσης, με αστείρευτη επιμονή, ακολουθώντας την ταπεινή καταγωγή του και τα λίγα πράγματα που γνώριζε από την κοινωνική ζωή της Αθήνας, κατάφερε αφενός να έχει καλούς βαθμούς και αφετέρου να στέκεται δίπλα στα υπόλοιπα παιδιά. Παράλληλα, δούλευε σε ένα καφενείο στα Σφαγεία. Νωρίς το πρωί βρισκόταν στο καφενείο, μεσημέρι στο σχολείο. “Πήγαινα λοιπόν και δούλευα στο μπάρμπα-Γιώργο, γιατί με χρειαζόταν πρωινές ώρες. Εκεί στα Σφαγεία, η δουλειά ήταν περίεργη. Έπρεπε να δουλεύεις νύχτα, δηλαδή να πηγαίνεις πέντε η ώρα περίπου το πρωί και σχόλαγες μία, δύο το μεσημέρι. Εγώ δούλευα σκληρά από τις πέντε μέχρι τις δώδεκα και είχα παρακαλέσει το μπάρμπα-Γιώργο να με αφήνει δώδεκα η ώρα να πηγαίνω να ρίχνω μια ματιά στα μαθήματά μου και να είμαι δύο με δύο και τέταρτο στο σχολείο”.
Στο μεταξύ, αρχές της δεκαετίας του ’50, ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει και οι γονείς του επέστρεψαν στο Κρυονέρι. “Διότι πονούσαν τον τόπο τους και κάνανε τη ζωή τους στο χωριό. Και όχι εκεί που υποχρεωτικά τούς έστειλε ο πόλεμος”, εξηγεί ο Κώστας Μήτσης, ο οποίος σε ηλικία 13-14 ετών έμεινε μόνος του στην Αθήνα, στο μικρό σπίτι στο Ρουφ. Στο ημερήσιο σχολείο, ήταν από τους λίγους μαθητές που εργαζόταν, είχε κουραστεί πολύ κι έτσι αποφάσισε να γραφτεί σε νυχτερινό, στο 9ο Νυχτερινό Γυμνάσιο στην Πλατεία Βάθη.
Και πάλι όμως το πρόγραμμά του ήταν βαρύ και οι ώρες που κοιμόταν ελάχιστες. Πολλές φορές αναγκαζόταν να διανυκτερεύσει στο καφενείο, ώστε να βρίσκεται εκεί νωρίς το πρωί. “Το κρεβάτι μου στο καφενείο ήταν ένας ξύλινος καναπές, που κάθονταν οι πελάτες όλη την ημέρα και πίνανε τον καφέ τους. Εκεί, άπλωνα μία κουβέρτα, τη μισή την είχα στρώμα και την άλλη μισή για σκέπασμα”, θυμάται ο Κώστας Μήτσης, ο οποίος, όταν κοιμόταν στο Ρουφ, ξεκινούσε στις τέσσερις και μισή τα ξημερώματα και περπατούσε περίπου μία ώρα για να φτάσει στα Σφαγεία. “Ήταν καλά, διότι ήταν κατηφόρα. Όμως, υπήρχε ένα διαβολεμένο σημείο στην οδό Πειραιώς, στη στάση Ελούλ, τη θυμάμαι σαν τώρα, εκεί είχε ένα βαθούλωμα ο δρόμος, που όταν έβρεχε γέμιζε νερά και για να περάσεις έπρεπε να μπεις τουλάχιστον μέχρι τη μέση μες το νερό. Δεξιά και αριστερά ήταν σπίτια, δεν μπορούσες πουθενά να κρατηθείς, η Ελούλ γέμιζε τουλάχιστον για μισό μέτρο νερό και πολλές φορές πήγα βρεγμένος μέχρι τη μέση και περίμενα να στεγνώσω δουλεύοντας. Όσο και να έστιβα το παντελόνι μου, ήταν όλο βρεγμένο και στέγνωνα δουλεύοντας όλη την ημέρα”.
Μέχρι που σε ηλικία 16 ετών, αρρώστησε βαριά. “Αρρώστησα από υπερκόπωση. Γέμισαν και τα δύο γόνατά μου υγρό. Ευτυχώς, ο πατέρας μου είχε ΙΚΑ και μπορούσα να το χρησιμοποιήσω σαν ανήλικο παιδί. Μπήκα σε μία κλινική, Τροίας 32 και Πατησίων γωνία. Γενική κλινική Γεωργιάδη. Υπέφερα πάρα πολύ, είχα πολύ πυρετό, πονούσα, ήταν πρησμένα τα γόνατά μου και τα δύο και δεν μπορούσα να πατήσω. Με σήκωναν για να πάω στην τουαλέτα. Κάθισα εκεί περίπου δυόμιση μήνες”.
Έξω από την κλινική, δούλευαν ασταμάτητα τα συνεργεία  του υπουργείου Δημοσίων Έργων για να αντικαταστήσουν το τραμ με τα τρόλεϊ. Και ο θόρυβος από τα κομπρεσέρ, όσο καιρό έμεινε εκεί, δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Κανείς δεν του έλεγε πότε θα πάρει εξιτήριο, προφανώς γιατί η κλινική πληρωνόταν από το ΙΚΑ. “Κάποια στιγμή, μου είπαν θα μου κάνουν παρακεντήσεις, να μου βγάλουν το υγρό από τα γόνατα. Μετά μου είπαν ευτυχώς και δεν σου κάναμε, διότι με την αντιβίωση σιγά-σιγά άρχισε αυτό να υποχωρεί και αφού υποχώρησε αρκετά κατέβαινα σε ένα δωματιάκι στο ημιυπόγειο της κλινικής και έκανα διαθερμίες. Αυτό το έκανα κάθε μεσημέρι, επί μία ώρα περίπου”. Ώσπου μία μέρα, “ανοίγοντας την πόρτα, γιατί πάντα μόνος μου έμπαινα και έβαζα το μηχάνημα μπροστά, πάνω στο κρεβάτι που έκανα διαθερμία, αντίκρισα ένα νεκρό. Κάποιος είχε πεθάνει και πριν τον πάρουνε ακόμη, τον είχαν βάλει εκεί προσωρινά. Οπισθοχώρησα, άλλαξα χρώματα και ανέβηκα στο θάλαμο. Μάζεψα τα λίγα ρουχαλάκια που είχα και σηκώθηκα και έφυγα χωρίς να περιμένω να μου κάνει εξιτήριο ο γιατρός. Ο φόβος μου ήταν πάρα πολύς και για πάρα πολύ καιρό είχα αυτή την εικόνα στο μυαλό μου. Έτσι απαλλάχτηκα από την κλινική”.
Σαν άλλος Όλιβερ Τουίστ, ο Κώστας Μήτσης δούλευε σκληρά, αδιάκοπα και αδιαμαρτύρητα σε όλη του τη ζωή. Όχι μόνο όταν δεν είχε τα προς το ζην αλλά και αργότερα, όταν κατάφερε να φτιάξει μια επιχειρηματική αυτοκρατορία. Ήθελε να ικανοποιήσει όποιον του προσέφερε εργασία, να βγάλει ασπροπρόσωπους τους γονείς και τους δασκάλους του. Αισθανόταν απέραντη ευγνωμοσύνη και δεν ξέχασε ποτέ όσους του συμπαραστάθηκαν στις δύσκολες περιόδους.
Εκτός από πάθος και επιμονή, είχε μέσα του τα στοιχεία του καλού και έντιμου ανθρώπου. Γι’ αυτό και μετά από πολλές περιπέτειες και σκληρούς αγώνες, ανταμείφθηκε. Όπως θα δούμε την επόμενη Κυριακή, πριν καλά καλά γίνει 18 χρονών απέκτησε την πρώτη του επιχείρηση, έχοντας στην δούλεψή του αρχικά δύο εργαζόμενους, εν συνεχεία τέσσερις, έντεκα, εκατό, μέχρι να φτάσει κάποια στιγμή ο Όμιλος να απασχολεί περί τους 4.500 ανθρώπους.

Εργοδότης, ετών 17
Ένας νεαρός, που μόλις έχει συμπληρώσει τα 17 χρόνια του, επισκέπτεται τα γραφεία του ΙΚΑ για να δηλώσει την κατάσταση μίας επιχείρησης με τέσσερις εργαζόμενους. Ο υπάλληλος την κοιτάει, διαπιστώνει κάποια λάθη και ζητάει από το παιδί να πει στον εργοδότη, στον Κωνσταντίνο Μήτση, όπως αναφέρεται στα έγγραφα, να την διορθώσει. “Μάλιστα, κύριε, θα του το πω”, λέει ο νεαρός, παίρνει πίσω την κατάσταση και την επιστρέφει την επόμενη ημέρα διορθωμένη. “Μπράβο, πολύ ωραία τα έκανε ο κύριος Μήτσης”, αποκρίνεται τη δεύτερη φορά ο υπάλληλος, χωρίς να του περνάει από το μυαλό ότι ο κύριος Μήτσης ήταν το παιδί που είχε μπροστά του. “Ντρεπόμουν, ήμουν πολύ μικρός να του πω ότι εγώ είμαι το αφεντικό, ότι εγώ είμαι ο κύριος Μήτσης”, λέει ο λαμπρός επιχειρηματίας, 60 χρόνια μετά, συνεχίζοντας να αφηγείται τα απομνημονεύματά του, τα οποία και παρουσιάζει σε συνέχειες η “ΒτΚ”. “Ένιωθα πάρα πολύ μικρός για τόσο μεγάλη δουλειά που είχα κάνει εκείνη την εποχή. Ένα παιδάκι να κάνει εργαστήριο και να αγοράζει και να πουλάει και να ‘ναι στη γειτονιά έξω, να πουλάει ρούχα, να πουλάει πλεκτά, να ψάχνει στα μαγαζιά για να βάλει τα εμπορεύματά του”.
Μέχρι ο Κώστας Μήτσης να δημιουργήσει το εργαστήριο πλεκτών και να μπει δειλά δειλά στον επιχειρηματικό τομέα, είχε περάσει από διάφορες μικροδουλειές. Εργάστηκε σε ταβέρνα, σε καφενείο, στη λαχαναγορά, ή έκανε τον πλασιέ, σπουδάζοντας παράλληλα, αρχικά στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων στην Πλάκα και αργότερα στο 9ο Νυχτερινό Γυμνάσιο στην πλατεία Βάθη.
Ήταν πάντα απασχολημένος, προσωπική ζωή δεν είχε και κάθε φορά που του έμενε λίγος χρόνος, σκεφτόταν τι θα κάνει αύριο. “Κάθε ημέρα: αύριο, αύριο, αύριο… Έβαζα πάντα στόχους”, αναφέρει χαρακτηριστικά. Σε ηλικία 16 ετών, από το βαρύ πρόγραμμα που ακολουθούσε έπαθε υπερκόπωση και νοσηλεύτηκε για δυόμιση ολόκληρους μήνες σε μία κλινική. Βγαίνοντας από εκεί, επέστρεψε στο νυχτερινό σχολείο, είχε μείνει όμως χωρίς δουλειά.
Οι γονείς του, οι οποίοι λόγω της ασθένειας ήρθαν πάλι στην Αθήνα από το χωριό τους, το Κρυονέρι Πωγωνίου, έμεναν ξανά στο φτωχικό σπίτι στο Ρουφ. “Ήμουν χωρίς δουλειά περίπου ένα – δύο μήνες. Οι γονείς μου, άνεργοι, κάθονταν σπίτι και με περίμεναν. Εγώ έπρεπε να βρω κάποια δουλειά. Κάθε βράδυ που πήγαινα στο σχολείο ρωτούσα τους συμμαθητές μου μήπως ήξεραν”. Ώσπου ένας συμμαθητής του, που πούλαγε βιβλία με δόσεις για λογαριασμό ενός εκδοτικού οίκου, τού πρότεινε να κάνει το ίδιο.
Την επομένη, νωρίς το πρωί, ο Κώστας Μήτσης πήγε στην οδό Κλεισθένους 17, μαζί με το συμμαθητή του, ο οποίος τον συνέστησε στον εκδοτικό οίκο “Μέλισσα”. Και τη μεθεπόμενη, βγήκε στους δρόμους με δύο τσάντες βιβλία να τα πουλήσει. “Ήταν μια κλασική δουλειά, γύριζες από γραφείο σε γραφείο, ή από διάλειμμα σε διάλειμμα που έκαναν οι δημόσιες υπηρεσίες, άπλωνες την πραμάτεια σου, ή σε ρώταγαν ποιο βιβλίο ήθελαν και αν δεν το είχες το έγραφες να τους το φέρεις την επόμενη φορά. Αυτό το επάγγελμα μου έδωσε πάρα, πάρα πολλά εφόδια. Είχα την άνεση και διάβασα πάρα πολλά βιβλία. Έμαθα πολύ καλά Ντοστογιέφκσι, έμαθα πάρα πολύ καλά Τολστόι, Ουγκώ, έμαθα τους Νεοέλληνες, Καραγάτση, Καζαντζάκη και άλλους, και ήταν ένα σπουδαίο εφόδιο για μένα, για όλη μου τη ζωή”.
Το μεροκάματο δεν ήταν κακό, αλλά ούτε και η δουλειά εύκολη. Τα βιβλία που σήκωνε κάθε ημέρα ήταν πολύ βαριά, όφειλε να έχει όσο το δυνατόν περισσότερα μαζί του για να παρασύρει τον πελάτη να αγοράσει, ενώ έπρεπε να προσέχει μήπως κάποιος εξαφανιστεί και δεν του δώσει τη δόση.
Μέχρι που ένας πελάτης του πρότεινε μία νέα δουλειά: Να πουλάει ρούχα με δόσεις. Έτσι, το ίδιο κιόλας βράδυ πήγε στην Αιόλου 31, όπου τον σύστησε στα δύο αδέρφια του, τους νέους εργοδότες του.
Το καινούργιο αντικείμενο του Κώστα Μήτση είχε να κάνει με “τραπεζομάντηλα, κουρτίνες, εσώρουχα γυναικεία, εσώρουχα ανδρικά, πουκάμισα, νυχτικά και ό,τι άλλο είχε σχέση με το σπίτι και με την ένδυση”, που έπρεπε να βγει στους δρόμους και να πουλήσει σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας. “Μου έδειξε τη δουλειά κάποιος ξάδερφός τους. Πήγα μία εβδομάδα μαζί του, έμαθα περίπου τι γίνεται και μετά ξεκίνησα να πάρω το μπόγο και να βγω μόνος μου στη γειτονιά, χωρίζοντας την Αθήνα σε εφτά περιφέρειες. Μου είπαν, “αυτή την Δευτέρα θα πας εκεί, την Τρίτη εκεί, την Τετάρτη εκεί”, εφτά μέρες, εφτά περιοχές της Αθήνας. Να πουλήσω από την αρχή, να πιάσω πελάτες από την αρχή, για να βγάλω το μεροκάματό μου… Έφευγα 8.30 π.μ. από το μαγαζί , από την οδό Αιόλου, με κάποια συγκοινωνία ανάλογα σε ποια γειτονιά πήγαινα, κατέβαινα στην περιοχή και ξεκινούσα έναν ποδαρόδρομο, περίπου 9.30 π.μ. με 4 μ.μ., με 5 μ.μ., ανάλογα τι ώρα θα τελείωνα”, θυμάται ο Κώστας Μήτσης, εξηγώντας ότι πληρωνόταν έναντι ημερομισθίου και όχι προσωπικού κέρδους. “Κάποια στιγμή, είδα ότι δεν με συνέφερε να δουλεύω όπως δούλευα με μεροκάματο. Ζήτησα λοιπόν από τα αφεντικά να φύγω, ή να μου δώσουν να πουλήσω για λογαριασμό μου τα προϊόντα που πουλούσα για λογαριασμό τους. Αυτοί, προκειμένου να μη με χάσουν, πράγματι μου έδωσαν τα προϊόντα και πουλούσα για δικό μου λογαριασμό, όμως μου τα χρέωναν τόσο ακριβά, γιατί τα έπαιρνα με πίστωση, που έβγαζαν πιο πολλά κέρδη απ’ ό,τι αν θα τα πουλούσαν με δόσεις”. Παρόλα αυτά έμεινε περίπου ένα χρόνο. Κράτησε τη δουλειά αυτή, μέχρι που σκέφτηκε να κάνει κάτι άλλο, κάτι δικό του.
Δεκαεπτά ετών πλέον, ο Κώστας Μήτσης είχε δύο σκέψεις στο μυαλό του.
Η μία να δημιουργήσει μία δική του επιχείρηση και να πουλάει γυναικεία εσώρουχα, διότι μετά τη Γερμανική Κατοχή, όπως χαρακτηριστικά λέει, “οι μανάδες ψώνιζαν προίκες για να παντρέψουν τις κόρες τους”. “Δώδεκα εσώρουχα απ’ όλα!”, ζήταγαν.
Η δεύτερη επιλογή, που τελικά ακολούθησε, ήταν η επιχείρηση με τα πλεκτά, μολονότι ήταν κάτι πιο δύσκολο, καθώς το εμπόρευμα πουλιόταν κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα. “Δεν ξέρω τίποτα! Από πού θα ξεκινήσω;” ρώτησε τη μητέρα του, η οποία προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει. “Μη σε νοιάζει, παιδάκι μου, εγώ θα μάθω μηχανή και θα πλέκω για να τα πουλάς”, του αποκρίθηκε. “Μέναμε ακόμη σε ένα δωμάτιο, αυτό το περιβόητο που ήρθαμε από το χωριό στο Ρουφ, σε αυτή τη φτωχιά αυλή, με την τούρκικη τουαλέτα και την κουρελού σαν πόρτα. Ήμασταν φτωχοί, δεν είχαμε πολλά λεφτά, ούτε να ξοδεύουμε ούτε για να παίρνουμε συγκοινωνία. Η μάνα μου ξεκίνησε και επί δύο μήνες πήγαινε από το Ρουφ στου Ζωγράφου με τα πόδια, σε έναν πατριώτη μας που λεγόταν Μπολοβίνης Βασίλης, για να μάθει την πλεκτομηχανή. Περπατούσε πάνω από μία ώρα να πηγαίνει και άλλη μία ώρα να έρχεται. Την έμαθε σε δύο μήνες και μετά αποφασίσαμε να αγοράσουμε μια χειροκίνητη πλεκτομηχανή. Σήμερα ακόμη την έχω, σε μία βιτρίνα έξω από το γραφείο μου”.
Εκεί όπου έμεναν, εκεί έβαλαν και τη μηχανή, ενώ είχαν και μία γαζωτική που είχε φέρει η μητέρα του από το χωριό. Η μητέρα έπλεκε, ο γιος πούλαγε. Δύο, τρία, τέσσερα τεμάχια, όσα προλάβαιναν. Η δουλειά πήγαινε καλά και ο Κώστας Μήτσης αποφάσισε να δημιουργήσει ένα εργαστήριο. Το δωμάτιο δεν τους χώραγε κι έτσι άλλαξαν σπίτι, πηγαίνοντας στο Γαλάτσι. “Πιάσαμε ένα σπίτι με δύο δωμάτια, μία κουζίνα, ένα μπάνιο κι ένα μικρό μικρό χωλάκι. Όμως, για να είναι μικρό το ενοίκιο, μέσα στο ένα δωμάτιο βάλαμε και κοιμόταν ο μπάρμπα-Χρήστος, ένας πρώτος ξάδερφος της μάνας μου και πληρώναμε σχεδόν μισό μισό ενοίκιο. Τη μηχανή την είχαμε στην κουζίνα, έξω στο χωλάκι βάλαμε τη γαζωτική και αγοράσαμε κι έναν κοπτοράπτη. Εκεί πήραμε και δύο κοπέλες να μας βοηθάνε γιατί αγοράσαμε κι άλλη μηχανή. Κάναμε δύο τις πλεκτομηχανές. Πάρα πολύ καλά πήγαινε η δουλειά μας. Αφού πήραμε τα πάνω μας, πιάσαμε ένα υπογειάκι δίπλα από το σπίτι και εγκαταστήσαμε τις μηχανές”.
Την επόμενη Κυριακή, θα δούμε πώς η επιχείρηση αυτή γιγαντώθηκε, αλλά και ένα μεγάλο σοκ που υπέστη ο Κώστας Μήτσης. “Το μεγαλύτερο σοκ μέχρι εκείνη τη στιγμή της ζωής μου”, όπως λέει χαρακτηριστικά.
Στο διάβα της πολυκύμαντης ζωής του, ο δραστήριος επιχειρηματίας έκανε αμέτρητες συνεργασίες και γνωριμίες από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Απέκτησε πολλούς φίλους, ίσως περισσότερους από όσους εκείνος νόμιζε.
Το απέδειξε η αθρόα και ολόψυχη συμμετοχή του κόσμου, τόσο στην Εξόδιο Ακολουθία και την κηδεία όσο και στο 40ήμερο μνημόσυνό του, που τελέστηκε χθες στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στο Π. Ψυχικό, σε ιδιαίτερα συγκινησιακή ατμόσφαιρα.