Το κτιριακό συγκρότημα της οδού Ανεξαρτησίας 78, γνωστό ως Στοά Λούλη, οδηγεί στο ναό του Αγίου Νικολάου Αγοράς και έχει χαρακτηρισθεί Έργο Τέχνης (ΦΕΚ 404/Β/9-7-81).
Κτίστηκε το 1875 στολίζοντας την είσοδό της με αψίδες που μεταφέρθηκαν από την Ιταλία.
Αρχικά λειτούργησε ως χάνι, στο οποίο κατέλυαν οι άνθρωποι από τα χωριά, όταν παρέμεναν στα Γιάννενα. Σιγά-σιγά το χάνι έγινε...
Αρχικά λειτούργησε ως χάνι, στο οποίο κατέλυαν οι άνθρωποι από τα χωριά, όταν παρέμεναν στα Γιάννενα. Σιγά-σιγά το χάνι έγινε...
σημείο-κόμβος, όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι από όλη την Ήπειρο, για να
ξεκινήσουν το μεγάλο, για την εποχή, ταξίδι τους στην Αθήνα. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα συγκροτήματος επαγγελματικών στεγών που οργανώνονται λειτουργικά γύρω από τις στοές.
Την εποχή που κτίστηκε, επρόκειτο για ένα συγκρότημα που περιλάμβανε καφενείο, 3 καταστήματα, 10 αποθήκες, χάνι, στάβλους, 2 πηγάδια και μποστάνι (λαχανόκηπο) που εκτεινόταν μέχρι την οδό Κουντουριώτου.
Την εποχή που κτίστηκε, επρόκειτο για ένα συγκρότημα που περιλάμβανε καφενείο, 3 καταστήματα, 10 αποθήκες, χάνι, στάβλους, 2 πηγάδια και μποστάνι (λαχανόκηπο) που εκτεινόταν μέχρι την οδό Κουντουριώτου.
Η συνεχής κίνηση τόσων ανθρώπων είχε σαν αποτέλεσμα την
μετατροπή της Στοάς σε εμπορικό κέντρο της εποχής. Πρώτοι ανέπτυξαν εμπορική
δραστηριότητα στην Στοά, Εβραίοι έμποροι των Ιωαννίνων, οι οποίοι λειτούργησαν
καταστήματα υφασμάτων και δερμάτων. Τα κασμίρια Μερκάδη, μάλιστα, απέκτησαν
τέτοια φήμη, ώστε άρχισαν να έρχονται έμποροι από όλη την Ελλάδα, αναπτύσσοντας
σημαντικά- με τις υπόλοιπες δραστηριότητες- την γύρω περιοχή.
Όπως και οι άλλες στοές στέγασε τις δραστηριότητες του
παζαριού και εξασφάλιζε τα καταστήματα κατά τις νυχτερινές ώρες. Χρονολογείται
μετά την πυρκαγιά του 1869, όταν με επέμβαση του Ρασήμ Πασά ανανεώθηκε μεγάλο
μέρος της κτιριακής υποδομής του εμπορικού κέντρου των Ιωαννίνων.
Κτήτορας της στοάς ήταν ο Ιωάννης Ζώη Λούλης, έμπορος, που
ασκούσε τις δραστηριότητές του το 1880 στη Ρουμανία. Όπως μας πληροφορεί
υπέρθυρη επιγραφή στην είσοδο της στοάς, αυτή χτίστηκε ως "αφιέρωμα επί
αγαθοεργία".
Η "Στοά Λούλη" είναι ιδιοκτησία του Λούλειου
Κληροδοτήματος. Μέχρι το Φθινόπωρο του 1870 είχε αποπερατωθεί. Αρχικά ανήκε σε
κάποιο Ρέσσο, προφανώς μέλος της γνωστής οικογένειας προκρίτων του Τσεπέλοβου.
Κατά το 1873 ο τραπεζίτης κι ευεργέτης των Κατσανοχωρίων Ιωάννης Ζ. Λούλης, καταγόμενος από το
χωριό Αετοράχη (τότε Κοτόρτσι) των ίδιων χωριών, αγόρασε το κτήμα από το Ρέσσο
(πιθανό τίμημα τα 200.000 γρόσια).
Τον Ιούλιο του 1873, ενώπιον του μουσουλμανικού Ιερού
Δικαστηρίου των Ιωαννίνων, ο Λούλης κατέστησε το κτήμα «βακούφι» (κληροδότημα,
φιλανθρωπικό ίδρυμα), με σκοπό την ανέγερση στο χωριό του Κοτόρτσι γηροκομείου
και τη διατήρηση και περίθαλψη σε αυτό 15 γερόντων από όλα τα Κατσανοχώρια.
Πραγματικά, με τα εισοδήματα 2 περίπου ετών (60.000 γρόσια) ο Λούλης ανήγειρε
το γηροκομείο, το οποίο άρχισε να λειτουργεί από το 1875, όπως μαρτυρά η πλάκα
με την αφιερωτική επιγραφή επάνω από την είσοδο της Στοάς.
Τα εισοδήματα της Στοάς προέρχονταν από την ενοικίασή της σε
διαφόρους, είτε ως σύνολο, που κατόπιν υπενοικιάζονταν, είτε και ξεχωριστά το
κάθε τμήμα.
Αρκετών ειδών εργαστήρια, εμπορικά καταστήματα,
ζαχαροπλαστείο κλπ. φιλοξενήθηκαν στους χώρους της Στοάς. Ιδιαίτερα πρέπει να
μνημονευθεί ότι το 1890 στεγάστηκε στον όροφο του κτιρίου επί της οδού
Ανεξαρτησίας το Δημαρχείο των Ιωαννίνων, επί δημάρχου Γιαγιά Μπέη, ενώ το 1910
άνοιξε εκεί το υποκατάστημα της αγγλογαλικών συμφερόντων Αυτοκρατορικής
Οθωμανικής Τράπεζας (Banque Impériale Ottomane), το οποίο διατηρήθηκε στα
Γιάννενα μέχρι το 1921.
Σήμερα, τα εισοδήματα της Στοάς διατίθενται από το
Κληροδότημα Λούλη για την υγειονομική περίθαλψη γερόντων, την προικοδότηση
κοριτσιών και την βοήθεια σε μαθητές από τα Κατσανοχώρια.
Πάνω από την τράπεζα ξεκίνησε τη λειτουργία του, το πρώτο
χοροδιδασκαλείο, μέσα από το οποίο εμφανίστηκαν, στο γιαννιώτικο κοινό, οι
πρώτοι καλλιτέχνες εξ Αθηνών.
Ακόμη στη Στοά πουλήθηκαν οι πρώτες Αθηναϊκές εφημερίδες.
Υπάρχουν αναφορές ότι στην είσοδο της Στοάς, ένας Οθωμανός
έδινε την ευχή του σε αυτούς που πήγαιναν να πάρουν νερό στο πηγάδι, στο κέντρο
της Στοάς, το οποίο είχε τη φήμη ότι ήταν το καλύτερο της πόλης.
Κατά την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, με την
εμπορική ανάπτυξη και άλλων συνοικιών της πόλης αρχίζει και η πτωτική πορεία με
την σταδιακή εγκατάλειψή της.
Τα τελευταία σαράντα χρόνια στη Στοά λειτούργησαν κυρίως σιδηρουργεία,
ξυλουργεία, οινοποιείο και αποθήκες.
Τα έσοδα από τις μισθώσεις των καταστημάτων και του
πανδοχείου τα διέθεταν για βοήθεια σε άπορες οικογένειες των Κατσανοχωρίων.
(Φωτογραφία δεκαετίας του 60 του αρχιτέκτονα
Γιάννη Κανετάκη. Πληροφορίες για το ιδιοκτησιακό της στοάς από Γρηγόρη Μανόπουλο και τον
ευχαριστώ θερμά)
(το βασικό κείμενο είναι της κ. Άννας Μπούκα: πηγή)