Η κατάρρευση της οδογέφυρας στη Γένοβα πριν από λίγες ημέρες πέρα από το θάνατο δεκάδων ανθρώπων που έτυχε να περνούν από το σημείο, κινητοποίησε την παγκόσμια κοινότητα τεχνικών έργων, αφού παρόμοιες καταστάσεις μπορεί να προκύψουν οπουδήποτε.
Η ανησυχία και ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της γέφυρας έκαναν και στην Ελλάδα την εμφάνισή της, ειδικά για τις μεγάλες κοιλαδογέφυρες των αυτοκινητοδρόμων της Ιόνιας, και της Εγνατίας Οδού, που...
κατασκευάστηκαν σε εδάφη που παρουσιάζουν ιδιαίτερες
δυσκολίες και χαρακτηριστικά. Όμως οι σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι και οι
τεχνικές προδιαγραφές κατασκευής των μεγάλων γεφυρών υπακούουν και ακολουθούν
σύγχρονα μοντέλα κατασκευής και κανόνων και οι γέφυρες αυτές, είναι οι μόνες,
όπως και η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, που υπόκεινται σε εξονυχιστικούς και λεπτομερείς
ελέγχους.
Δε συμβαίνει όμως το ίδιο για δεκάδες γέφυρες που
κατασκευάστηκαν τον προηγούμενο αιώνα, την εποχή της τσιμεντοποίησης των πάντων
και ειδικότερα τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
Πρόκειται για γέφυρες που παραμένουν λειτουργικές και σήμερα
στο εθνικό και το επαρχιακό οδικό δίκτυο της Ηπείρου, οι οποίες κατασκευάστηκαν
με διαφορετική τεχνολογία, με διαφορετικό οπλισμό και σκυρόδεμα και ήταν
σχεδιασμένες ενδεχομένως για να δεχθούν διαφορετικά φορτία από τα σημερινά.
Όπως αναφέρει ο Κώστας Σπυράκος, διευθυντής του Εργαστηρίου
Αντισεισμικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ, το σκυρόδεμα στις κατασκευές αυτές έχει
χρόνο ζωής μόλις 50 χρόνια λόγω της έντονης καταπόνησης που δέχεται και της
συνεχούς έκθεσής του στο περιβάλλον. Η εκτίμηση είναι, ότι οι γέφυρες αυτές
πρέπει να ελέγχονται το λιγότερο ανά μία διετία, όμως το θεσμικό πλαίσιο
ελέγχου στη χώρα παραμένει ανενεργό.
Οι έλεγχοι εξετάζουν τη σοβαρότητα των εξωτερικών
ρηγματώσεων στο σκυρόδεμα, αν υπάρχουν καθιζήσεις ή προβλήματα με τις
θεμελιώσεις, αν ο οπλισμός έχει οξειδωθεί, αν οι συνδέσεις και το «κατάστρωμα»
της γέφυρας είναι σε καλή κατάσταση.
Ο αντιπρόεδρος του Τμήματος Ηπείρου του ΤΕΕ Αλέξανδρος
Λάμπρου τόνισε, πως η ευθύνη για τον έλεγχο των γεφυρών στο εθνικό και
επαρχιακό οδικό δίκτυο είναι η αιρετή περιφέρεια, που διενεργεί τακτικούς
ελέγχους. Τα προβλήματα και η ανησυχία στην περιοχή εδράζονται κυρίως στο
δύσκολο γεωλογικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζονται οι γέφυρες.
«Αυτό το είδαμε σε διάφορες περιστάσεις στην περιοχή μας,
όπως στη γέφυρα στη Δροσοπηγή ή στη γέφυρα της Άρτας, όπου χρειάστηκε να γίνουν
παρεμβάσεις στα θεμέλια. Ο προβληματισμός μας έχει να κάνει με την υποσκαφή των
θεμελίων από το νερό, που δημιουργεί σοβαρότερα και πιο αφανή προβλήματα από τα
περισσότερο εμφανή που είναι στο κατάστρωμα των γεφυρών.
«Το ΤΕΕ έχει κινητοποιηθεί εδώ και καιρό και ασχολείται με
το φαινόμενο των κατολισθήσεων σε περιοχές όπου υπάρχουν γέφυρες όμως μπορούμε
να προχωρήσουμε σε συνεργασία με την περιφέρεια Ηπείρου σε μία αποτύπωση των
δύσκολων και επικίνδυνων σημείων, ώστε να εντοπίσουμε κάποιο πρόβλημα και αν
χρειάζεται να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις», σημείωσε ο κ. Λάμπρου.
Το 2015 η Εγνατία Οδός Α.Ε είχε προτείνει την επιθεώρηση και
μελέτη αναβάθμισης περίπου 1.200 γεφυρών, όμως για μια σειρά από λόγους το
πρόγραμμα απεντάχθηκε τελικά από το ΕΣΠΑ και δεν προχώρησε.
«Δεν υπάρχει υλικό που να αντέχει στο διηνεκές και αυτό
αφορά κυρίως τα έργα που κατασκευάστηκαν στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Όλα
είναι δυναμικά και εξελίσσονται, όπως όμως εξελίσσονται και οι τεχνικές
προδιαγραφές των υλικών», ανέφερε ο κ. Λάμπρου