Ο
επίτιμος πρόεδρος της Ν.Δ., 98 ετών σήμερα, μιλάει πρώτη φορά για τη ζωή του
πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, έτσι όπως την έζησε εκείνος και όχι έτσι
όπως την αντιληφθήκαμε εμείς
Είπα στο ταξί να με αφήσει λίγο πριν την ανηφόρα
του Monte Vardia και κατέβηκα. Μεγάλη Παρασκευή πρωί στο Ακρωτήρι Χανίων. Στο
βάθος τα Λευκά Όρη, κάτω η ήσυχη θάλασσα της Σούδας με τα καράβια για τους
αναχωρούντες, πίσω το Ακρωτήρι με το αεροδρόμιο για τους πιο βιαστικούς. Πήγαινα να συναντήσω έναν πρώην πρωθυπουργό, έναν άνθρωπο που στα 98 του χρόνια
συμπυκνώνει τη συλλογική μας μνήμη και την ιστορία της χώρας τα τελευταία 70
χρόνια.
Είτε μας άρεσε είτε όχι, είτε τον ψηφίσαμε είτε όχι, ο Κωνσταντίνος
Μητσοτάκης είναι πια καταφύγιο και σοφία της φυλής. Αξίζει να τον...
ακούμε όταν
μιλάει και να τον προσέχουμε όπως προσέχει κάποιος τον ηλικιωμένο του παππού.
Τον Μάιο του 1989, 27 χρόνια πριν, σε μια
συνέντευξή του στους Γ. και Η. Σγουράκη έλεγε: «Ονειρεύομαι για την Ελλάδα τη
θέση που της αξίζει στον καινούργιο κόσμο που προετοιμάζεται. Ονειρεύομαι μια
Ελλάδα που να πρωτοπορεί, να ανταγωνίζεται αποτελεσματικά τις υπόλοιπες χώρες,
όχι μια Ελλάδα που να στηρίζεται στις παλιές δόξες που έχει ή που να επαιτεί εν
ονόματι της ιστορίας της. Και στις καινούργιες γενιές διδάσκω ένα πράγμα: οι
λαοί χρειάζονται επιλογή των καλυτέρων».
Φέτος έκλεισε τα 98. Περίμενα ότι σ’ αυτή την
ηλικία, με τις γνώσεις και τις εμπειρίες που διαθέτει, όλο και λιγότερα
πράγματα θα του έκαναν εντύπωση. Κι όμως! Ακούει, αναλύει, συνδυάζει μνήμες,
εξηγεί τα φαινομενικώς ανεξήγητα, παραμένει ζωντανός και δραστήριος και με μια
σιδερένια υγεία που οι παγίδες των αντιξοοτήτων δεν κατάφεραν να νικήσουν στην
πορεία της πολύχρονης ζωής του. Μια ζωή όμως που φάνταζε υπερβολικά μεγάλη για
να μπορέσω να τη διαχειριστώ. Στη διάρκεια της κουβέντας μας προσπάθησα,
τραβώντας τυχαία κουρτινάκια στις μυστικές γωνιές της ψυχής του, να συνθέσω μια
μεγάλη τοιχογραφία από αναμνήσεις, ανθρώπινες συμπεριφορές, εσωτερικές
εκτινάξεις, αισθήματα περισσότερο, παρά διασταυρωμένα πολιτικά γεγονότα και
παγιωμένες ιδέες.
Είχα ζητήσει να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη με
θέμα τη ζωή του, την ιδιωτική όχι τη δημόσια, και προς μεγάλη μου έκπληξη
δέχτηκε. Μου έκανε εντύπωση γιατί, εκείνες τις μακρινές εποχές, τα προφίλ των
πολιτικών της γενιάς του ήταν εκκωφαντικά σιωπηλά και ασκητικά. Σαν να μην
υπήρχε λες ζωή άλλη πέρα από τη Βουλή και τα προεκλογικά μπαλκόνια. Έχτιζαν μια
δημόσια εικόνα που θύμιζε μάλλον κουβάρι από καθήκοντα, παρά εικόνα ανθρώπων
που πρόδιδαν καμιά φορά την ατέρμονη θητεία στο χρέος για να ζήσουν μερικές
στιγμές αληθινής ξεγνοιασιάς.