Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Για το βιβλίο «Ο Έλληνας Τούρκος»

Γράφει ο Μωυσής Ελισάφ*
«Όταν το παρελθόν», έλεγε ο Tocqueville, στο διάσημο βιβλίο του «Η δημοκρατία στην Αμερική»,  «δε ρίχνει πια το φως του στο μέλλον, το μυαλό του ανθρώπου σκοτεινιάζει». Με το νέο του βιβλίο «Ο Έλληνας Τούρκος» ο Χρίστος Χριστοδούλου επιχειρεί αυτό ακριβώς: 
 Με έναν όγκο νεώτερων πληροφοριών και με αφορμή την παραμυθένια ζωή ενός ελληνόπουλου με το οικογενειακό όνομα «Γιώργης» (;) Πυρίκης από τη Χίο, που μετά την καταστροφή το 1822 πουλήθηκε σκλαβάκι, για να...
ζήσει στη συνέχεια Τούρκος με αποκορύφωμα το 1877 να γίνει μεγάλος Βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το όνομα Ιμπραήμ Εντχέμ Πασάς, απλώνει μια τεράστια νωπογραφία της ύστερης περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια γιγαντιαία προσέγγιση της δομής και της λειτουργίας της Αυτοκρατορίας των Οσμανλήδων, αλλά και των λόγων που της επέτρεψαν να επιβιώσει για έξι και πλέον αιώνες. Κάτι που δημιουργεί πρόσθετο ενδιαφέρον στο σημερινό αναγνώστη και μόνο από το γεγονός ότι μπορεί να αντλήσει διδάγματα επιβίωσης μέσα από τον ασίγαστο ωκεανό της Ιστορίας. Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι η νωπογραφία αυτή γράφεται από έναν Έλληνα, αλλά με κύριες αναφορές την τουρκική ιστορία.

Αλλά πρώτα μια μικρή αναφορά στο κύριο γεγονός του σκλαβόπουλου από τη Χίο η  μετέπειτα ζωή του οποίου  «απέχει ελάχιστα από του να θεωρηθεί παραμύθι». Ένας Γάλλος συγγραφέας στο βιβλίο του «εξομολογήσεις για την Τουρκία», που εκδόθηκε το 1855, γράφει για τον Ιμπραήμ Εντχέμ Πασά, «Ένας Τούρκος μπολιασμένος πάνω σ έναν Έλληνα». Ένα μπόλιασμα που συντελέστηκε βίαια μεν στο πλαίσιο όμως της  νόμιμης τότε αγοραπωλησίας ανθρώπων, κατά την οποία οι σκλάβοι πουλιούνταν κι αγοράζονταν σαν ζώα. Έτσι ο μικρός πουλήθηκε «σκλάβος στα ανθρωποπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και έγινε δεύτερος μετά τον Σουλτάνο αφεντικό μιας μεγάλης χώρας. Αυτής που έσφαξε τους συμπατριώτες  και την οικογένειά του, που του στέρησε την πίστη και την καταγωγή του, αλλά του έδωσε τα εφόδια για να επιβιώσει και να αναδειχτεί».

Φαίνεται, όμως, πως  «ο μικρός Χιώτης είχε την αγαθή τύχη να πέσει σε καλά χέρια». Αγοράστηκε το 1822 4-5 χρονών παιδί από τον Εφέντη Χουσρέβ Πασά όπου «ανατράφηκε, εκπαιδεύτηκε και μορφώθηκε μέχρι τα 12 χρόνια ως σκλάβος». «Μόλις όμως» ο Χουσρέβ Πασάς, «αντελήφθη την ευφυΐα και τα χαρίσματά του τον έστειλε με έξοδά του στο Παρίσι το 1832 για να σπουδάσει». Με την επιστροφή του αξιοποιήθηκε από ισχυρούς πασάδες  σε νευραλγικές θέσεις  για να φτάσει να γίνει Βεζίρης, δηλαδή 2ος μετά τον Σουλτάνο. Και το 1877, σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times, το 1877 μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο «η μοίρα της Τουρκικής Αυτοκρατορίας αυτή την πλέον κρίσιμη στιγμή της ύπαρξής της βρίσκεται στα χέρια δύο ανθρώπων οι οποίοι δεν είναι τουρκικής καταγωγής, … ο Μέγας Βεζίρης είναι Έλληνας την καταγωγή και σώθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα κατά τις σφαγές των χριστιανών της νήσου Χίου… ενώ ένας αδερφός του που διέφυγε τη (σύλληψη) παρέμεινε πιστός στην πίστη των προγόνων του…». Σημειώνουμε ακόμη και τη μαρτυρία ενός άλλου μελετητή σύμφωνα με την οποία ο Εχντέμ Πασάς μετά το θάνατο του θετού πατέρα Χουσρέβ Πασά «αναζήτησε, βρήκε και συναντήθηκε με τη μητέρα του Μαρία την οποία πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη όπου και παρέμεινε μέχρι το θάνατό της».

Να υπενθυμίσουμε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κράτησε κάπου έξι αιώνες και στέγασε κάτω από τη δεσποτεία της ένα πλήθος λαών, εθνών και θρησκευμάτων. Η διάρκεια αυτή δεν ήταν άσχετη με τη δομή της Αυτοκρατορίας, αλλά και με τις αρχές που ασκούσε την εξουσία, οι οποίες διαπνέονταν από τη «λογική» του μαστίγιου και του καρότου.

Από τη μία πλευρά η ανελέητη βαρβαρότητα όπως η σφαγή της Χίου προκειμένου να αποτραπούν απελευθερωτικά κινήματα. «Ένας πληθυσμός 120.000 ανθρώπων», γράφει έγκυρη λονδρέζικη εφημερίδα τον Σεπτέμβρη του 1822, «μειώθηκε σε περίπου 900 άτομα που κι αυτά υποκύπτουν καθημερινά στις θανατηφόρες μολύνσεις που προκαλούν τα χιλιάδες άταφα πτώματα των σφαγμένων». Ο δε μακελάρης της Χίου Βαχήτ Πασάς δήλωνε ότι είχε ήσυχη τη συνείδησή του διότι αν και στα ιερά βιβλία σημειώνεται ότι «το να κόψεις ένα ξύλο διαφέρει από την αποτομή λάρυγγος ανθρωπίνου, ουχί όμως οσάκις πρόκειται περί λάρυγγος απίστων».

Αυτή ήταν η μία πλευρά, η αποθέωση της βαρβαρότητας. Η πλευρά του μαστιγίου. Υπήρχε όμως  και η άλλη πλευρά που διαμορφώνονταν από το ένστικτο αυτοσυντήρησης  της Αυτοκρατορίας. Ήταν η πλευρά του καρότου. Το σύστημα, για να επιβιώνει στους νέους καιρούς που διαρκώς μεταβάλλονταν, αναζητούσε τους άξιους όπου και αν βρίσκονταν. Ακόμη και σ εκείνους που είχαν διπλές ταυτότητες, όπως ο Εχντέμ Πασάς. «Χάρη σε αυτό το πνεύμα της απόρριψης του εθνικισμού και της αξιοποίησης των αρίστων απ όλα τα έθνη και τους λαούς της Αυτοκρατορίας, η τουρκική δυναστεία των Οσμανλήδων, επέζησε χρονικά πολύ περισσότερο από κάθε άλλο βασιλικό οίκο της Ευρώπης». «Στους έξι αιώνες της ύπαρξής της», σημειώνει ο Χρίστος Χριστοδούλου «οι ελίτ της Αυτοκρατορίας δεν επέδειξαν ποτέ περιφρόνηση ή καταφρόνια στους ασθενέστερους κοινωνικά ή οικονομικά. Επιπλέον, δεν εκδήλωσαν καμιά ιδεολογική ψύχωση  με την καταγωγή, την οικογένεια και τα οικόσημα.». Κραυγαλέο είναι το παράδειγμα του γαλλοσπουδασμένου  Ιμπραήμ Εχντέμ Πασά, ο οποίος «αναδύθηκε τη στιγμή που η παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία χρειαζόταν κατεπειγόντως ικανά στελέχη για τις μεταρρυθμίσεις της».

Επιπλέον σημειώνει ο Χρίστος Χριστοδούλου η περιπόθητη Κωνσταντινούπολη, αναδείχτηκε «μητέρα και μητρόπολη για όλα τα τέκνα της ανεξαιρέτως, Τούρκους, Αρμένιους, Έλληνες Ντονμέ, Εβραίους, Λεβαντίνους, Σλαύους Αλεβίτες Πόντιους, Λαζούς, Αρβανίτες  και ένα σωρό άλλους υπεράνω των εθνικισμών, των θρησκειών και των οικοσήμων». Τέλος, όταν ο Ιμπραήμ Εχντέμ Πασάς έγινε το 1877 Μέγας Βεζίρης, «χάρις στις συνταγματικές  μεταρρυθμίσεις που είχαν εν τω μεταξύ θεσπιστεί, εκδίδονταν στην Κωνσταντινούπολη 13 εφημερίδες στην τουρκική γλώσσα, 9 στην ελληνική, 9 στην αρμενική, 7 στη γαλλική, 3 στη βουλγαρική, 2 στην εβραϊκή,  2 στην αγγλική και από μία στην αραβική, στην περσική, τη λαντίνο και τη γερμανική. Τα γραφεία των περισσοτέρων εφημερίδων βρίσκονταν κοντά στην Υψηλή Πύλη από την οποία ελέγχονταν και… επιδοτούνταν».

Η χώρα μας βρίσκεται στο σταυροδρόμι δυο κόσμων. Και δυο πολιτισμών: Της Ανατολής και της Δύσης.  Περιβάλλεται από διαφορετικούς πληθυσμούς και είναι διαφορετική προς αυτούς. Συνέπεια των διαφορών είναι οι διαρκείς εντάσεις και κάποτε και οι βίαιες συρράξεις. Όμως είμαστε καταδικασμένοι να γειτονεύουμε και να συνυπάρχουμε. Και για να έχουμε αδιατάρακτη συνύπαρξη θα πρέπει να προστατεύεται ως κόρη οφθαλμού απ΄ όλους τους συνυπάρχοντες η ελευθερία όλων. Και προπάντων, όπως θα έλεγε η Ρόζα Λούξεμπουρκ «η ελευθερία εκείνου που σκέπτεται διαφορετικά».

Το παρόν βιβλίο του Χρίστου Χριστοδούλου, μας προτρέπει αυτό ακριβώς: Μέσα από το τεκμηριωμένο, όσο γίνεται, ταξίδι στην  στην κοινή ιστορία των όμορων λαών να επαναθεωρούμε διαρκώς τις κληρονομημένες διαφορές. Προφανώς το βιβλίο του Χρίστου Χριστοδούλου είναι πλούσιο από νεότερο υλικό αντλημένο από πρόσφατα τουρκικά αρχεία. Όμως, προσωπικά θα έλεγα ότι μια εξίσου μεγάλη αξία του βιβλίου βρίσκεται στο εξής: Διατρέχοντας ο Χρίστος Χριστοδούλου την κοινή πορεία των δύο λαών, επιχειρεί ταυτόχρονα και «ένα πραγματικό ταξίδι ανακάλυψης» το οποίο, παραφράζοντας τον Μαρσέλ Προυστ «δεν συνίσταται στην αναζήτηση καινούργιων γεγονότων, αλλά στο να αποκτήσουμε καινούργιο βλέμμα για τα ίδια έστω γεγονότα».
Πράγματι, το βιβλίο του Χρίστου Χριστοδούλου μας προσφέρει απλόχωρα αυτό το «καινούργιο βλέμμα». «Βλέμμα» που, ιδιαίτερα σήμερα που κρεμόμαστε σχεδόν πάνω από την άβυσσο, και που πάλι η Ηρωδιάς μαίνεται, και που πάλι τα σήμαντρα του πολέμου είναι έτοιμα να ηχήσουν, μας είναι ίσως σωτήρια ωφέλιμο.
  
* Ο κ. Μωυσής Ελισάφ είναι Καθηγητής
της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
 Το κείμενο αποτελεί την ομιλία στην παρουσίαση
του βιβλίου του Χρίστου Χριστοδούλου
"Ο Έλληνας Τούρκος" που έγινε
στα Ιωάννινα στις 30 Μαρτίου.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία

στις 15 Απριλίου 2017