Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

“Σαχά ισί βαρό νι νάι” («Τσουκνίδες έχει, αλεύρι δεν έχει») του Χρήστου Παπακώστα

Ένα θαυμάσιο βιβλίο, το “Σαχά ισί βαρό νι νάι” του Χρήστου Παπακώστα που αναφέρεται στις Ρόμικες μουσικές και χορευτικές ταυτότητες στη Μακεδονία και σημαίνει «Τσουκνίδες έχει, αλεύρι δεν έχει» έπεσε στα χέρια μας αυτές τις μέρες και μας εντυπωσίασε. Μιλάει ουσιαστικά για τη φτώχεια στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα.
Η Άννα Λυδάκη καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει για το βιβλίο του Χρήστου Παπακώστα (εκδόσεις Πεδίο):...

«Ο τίτλος του βιβλίου του Χρήστου Παπακώστα «Σαχά ισί βαρό νι νάι. Ρόμικες μουσικές και χορευτικές ταυτότητες στη Μακεδονία» δίνει αμέσως στο στίγμα, την ουσία, θα έλεγα, της μελέτης: Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον τρόπο συγκρότησης της ταυτότητας των Τσιγγάνων μέσα από τις δύο γλώσσες, τη λεκτική και τη σωματική. Η πρώτη φαίνεται ήδη στον τίτλο: χρησιμοποιεί μια φράση από τη ρομανές, την τσιγγάνικη γλώσσα «Σαχά ισί βαρό νι νάι», («τσουκνίδες έχει, αλεύρι δεν έχει»), και αυτό υποδηλώνει πως ο ερευνητής επιχειρεί να δει τον κόσμο των Ρομά μέσα από τη δική τους γλώσσα, δηλαδή μέσα από τον δικό τους τρόπο σκέψης. Ξέρουμε ότι η γνώση της γλώσσας και η γνώση του κόσμου δεν διαχωρίζονται. Κανείς δεν ανακαλύπτει τον κόσμο από την αρχή. Του δίδεται μέσα από τη γλώσσα.
Η μελέτη της δεύτερης, της σωματικής γλώσσας δηλώνεται καθαρά στον υπότιτλο: ο συγγραφέας επιχειρεί (και επιτυγχάνει) να δει  και να παρουσιάσει στο έργο του τις ρόμικες μουσικές και χορευτικές ταυτότητες στη Μακεδονία. Μουσική, χορός, στίχοι τραγουδιών δεν είναι εύκολο να διαχωριστούν στις παραδοσιακές κοινωνίες. Και το σώμα που εκφράζεται μέσα από αυτές τις τέχνες «μιλάει» τη δική του γλώσσα συγκροτώντας μαζί με την άλλη, τη λεκτική, ταυτότητες. Και αυτές ακριβώς μας παρουσιάζει ο Παπακώστας, που μάλλον είναι ο πλέον κατάλληλος για να το κάνει μια και ο ίδιος είναι χοροδιδάσκαλος και ερευνητής.
Πεδίο της έρευνας, είναι η Μακεδονία, πιο συγκεκριμένα η Ηράκλεια, η Τζουμαγιά. Ο μαχαλάς εκεί, ένας υποχώρος, όπως τον αναφέρει ο Παπακώστας, γίνεται τόπος για τους Ρομά, τους γενικότερα εκ-τοπισμένους χωρικά και συμβολικά. Στις μέρες μας μπορεί οι σχέσεις να διαμορφώνονται μέσα από ένα άτοπο πλανητικό δίκτυο, αλλά ο τοπικός χώρος δεν καταργείται. Μπορεί να καταργούνται οι γεωγραφικές αποστάσεις με τις νέες τεχνολογίες και να δημιουργούνται σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους που βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλο, μπορεί οι άνθρωποι να μη διαμένουν συνεχώς σε έναν συγκεκριμένο χώρο, όμως η τοπικότητα δεν παύει να υφίσταται και να αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς τους.
Η επιτόπια έρευνά του συγγραφέα διήρκεσε από το καλοκαίρι του 2001 έως το φθινόπωρο του 2002 και άρχισε με τη γνωριμία του Κότα, μάστορα του ζουρνά, στο καφενείο «Ο Παναγιωτάκης» που του λέει εξαρχής: «Ξέρεις, εγώ είμαι γύφτος. Οι μουσικοί στον τόπο αυτό είμαστε γύφτοι (…) Η δική μας ράτσα γεννήθηκε στο μαχαλά. Και εγώ εδώ. Στο μαχαλά γεννήθηκαν και τα παιδιά μου. Και ο μπαμπάς μου στο μαχαλά. Ναι, στην Ηράκλεια, αλλά στο μαχαλά. Μαχαλά είμαστε εμείς…»
Οι Ρομά στην Ηράκλεια έχουν ένα τόπο, τον μαχαλά, όπου το 1931 κατά τη διανομή του κλήρου (μετά την απαλλοτρίωση των τουρκικών και ελληνικών τσιφλικιών) πήραν έκταση ο καθένας από 4,5 στρέμματα ενώ οι μη τσιγγάνοι πήραν από 16 και ένα οικόπεδο ανά δύο οικογένειες. «Αδικία. Γιατί αυτό το πράμα. Μικρότερα τα σπίτια, σχεδόν τίποτα στα χωράφια…» λένε οι ίδιοι. Αδικία συνέβη και το 1958 όταν ο Δήμος Ηράκλειας προχώρησε σε διανομή οικοπέδων διαχωρίζοντας τους «Γηγενείς» από τους «Αθίγγανους», ενώ και οι δεύτεροι είναι, βέβαια, γηγενείς.
Στον τόπο αυτό έχουν κύρος λόγω του επαγγέλματός τους, την ασχολία τους με τη μουσική: «Ο μαχαλάς είναι μουσικάντοι, λένε, μαχαλάς νούμερο ένα, οι καλύτεροι μουσικοί…» και αφηγούνται πως ο Γκόρας γοήτευσε με τον ζουρνά του τους Τσέτες τόσο που ενώ είχαν διαταγή να τον σκοτώσουν, αρκέστηκαν στο να του κόψουν ένα δάκτυλο. Ίσα για να μπορούν να δείξουν το ματωμένο μαχαίρι στον Μπέη…
Η μουσική τούς δίνει ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων και μαθαίνουν να παίζουν ανάλογα με την περίπτωση «Όπου θα πας, θα πρέπει να ξέρεις τι θα κάνεις, τι θα παίξεις. Κάθε ράτσα τα δικά της, τα δικά του κάθε τόπος…» λένε. Παίζουν πέρα από τα όρια του μαχαλά και της Ηράκλειας. Κινούνται διαρκώς σε διαφορετικούς τόπους και ετερόκλητες εθνοτικές ομάδες και κοινότητες. Το ίδιο και η μουσική που παίζουν υπερβαίνει τα συμβατικά γεωγραφικά και εθνοτικά όρια.
Ενώ η μουσική παίζεται εκτός Ηράκλειας, («παίζουμε για τους άλλους») ο χορός είναι η δική τους έκφραση εντός της κοινότητας. Πάθη και παθήματα, βαθύτερα -ίσως ασύνειδα- συναισθήματα εκφράζονται ανάμεσα στους δικούς τους, και το σώμα τότε «μιλά» με γλώσσα έμπρακτη, αρχέτυπη, ιερή, πάλλεται στους ρυθμούς της μουσικής. Και πώς να μιλήσει κανείς γι’ αυτό; «Για τον χορό τους ρωτάω, για την αγορά μου λένε!», σχολιάζει απηυδισμένος μάλλον ο Παπακώστας, για να του πουν στο τέλος μετά την επιμονή και την υπομονή του: «Ο μαχαλάς όλα τα χορεύει. Τα πάντα. Γέρικα, βουλγάρικα, λαϊκά. Ό,τι θες. Από πάντα. Όλοι το ‘ξεραν από παλιά. Ο μαχαλάς ο καλύτερος στον χορό. Η ράτσα. Η ράτσα η δικιά μας χορεύει παντού…»
Στο πλαίσιο των χορευτικών και μουσικών γεγονότων, οι Ρομά κατέχουν μια ιδιότυπη και εφήμερη μορφή εξουσίας, σχολιάζει ο Παπακώστας. Ξέρουν το εξωτικό στερεότυπο για την ιδιαίτερη μουσική – χορευτική τους ταυτότητα και το ενισχύουν χρησιμοποιώντας το ως μια μορφή αντίστασης, που δεν τους φέρει σε ανοιχτή ρήξη με την κυρίαρχη ομάδα: Αμφισβητούν και υπονομεύουν τους εξουσιαστικούς λόγους, αλλά και διαπραγματεύονται μαζί τους. Αποδέχονται τους περί εξωτισμού λόγους και παράλληλα τους χρησιμοποιούν για τη συγκρότηση ενός εθνοτικού «αντίλογου», ο οποίος εκφράζεται ως πολιτισμική ανωτερότητα, σημειώνει ο συγγραφέας.
Επικεντρωνόμενος ο Παπακώστας ειδικά στους Ρομά, αναδεικνύει ταυτόχρονα το γεγονός ότι γενικά οι πολιτισμικές εκφάνσεις, όπως η μουσική και ο χορός, αποτελούν βασικά στοιχεία της ανθρώπινης συνθήκης»